Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Οι σύγχρονες Μποβαρύ

Ενάμιση αιώνα πριν, ένας νεαρός που έπασχε από επιληψία έπλασε την τραγική φιγούρα της Έμμα, συγκλονίζοντας το αναγνωστικό -και όχι μόνο- γαλλικό κοινό. Αδίστακτα και ωμά, συνέθεσε στο πρώτο του μυθιστόρημα τα στερεότυπα μιας επαρχιακής κοινωνίας και κατάφερε να διαμορφώσει ένα μοτίβο που τίθεται σε εφαρμογή μέχρι σήμερα. Ο Γκουστάβ Φλωμπέρ ήταν ή αρκετά άρρωστος ή αρκετά συνειδητοποιημένος όταν στις κατηγορίες της ποινικής δίωξης για το μυθιστόρημά του, απάντησε: «ο αγώνας που έδωσα ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας».

Υπάρχουν, πράγματι, ορισμένα βιβλία που δημιουργούν την εντύπωση ότι οι ήρωές τους υπήρξαν στην πραγματική ζωή, βίωσαν όντως την ιστορία που τους ήταν… γραφτό να βιώσουν και, σπανιότερα, ήρωες που αισθανόμαστε πως η ύπαρξή τους δεν έσβησε ποτέ. Φήμες, μάλιστα, υπάρχουν ότι το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα βασιζόταν σε υπαρκτό πρόσωπο.

Ο Φλωμπέρ είχε τη διορατικότητα να προβλέψει μέσω της δικής του, και τη σημερινή κοινωνία, όπου σε έναν φαύλο κύκλο, θεωρείται πάντοτε επιτρεπτό, έως και θεμιτό, ένας άνδρας να εγκαταλείπει την οικογένειά του ή να στρέφεται στη μοιχεία. Ωστόσο, τι ποσοστό του… ανοιχτόμυαλου δυτικού πληθυσμού είναι σε θέση να αποδεχτεί πραγματικά μία γυναίκα που διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις, που η μητρότητα δεν την εκφράζει και καλύπτει τα συναισθηματικά κενά της με υλικά αγαθά;
Έξι χρόνια παρατήρησης, σκέψης και γραφής χρειάστηκε ο Φλωμπέρ για να θέσει εν τέλει τα θεμέλια του φεμινισμού και να δώσει ζωή στην δικαίως δυστυχισμένη, τραγική φιγούρα και απολύτως δικαιολογημένη για τις επιλογές της, Μποβαρύ. Τη γυναίκα που δεν αποτελεί πρότυπο συζύγου, κατακρίνεται, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απελπισία της, μέχρι τη στιγμή που η αυτοχειρία τη λυτρώνει. Κι ακόμη κι αν αναβίωνε η μαντάμ Μποβαρύ στις αρχές του 21ου αιώνα, θα είχε πάλι τις ίδιες εσωτερικές επιθυμίες, τα ίδια ανεκπλήρωτα όνειρα, τους ίδιους πειρασμούς και πάλι, κανένας από αυτούς δεν θα κάλυπτε το κενό της ύπαρξής της. Πόσες αμέτρητες Μποβαρύ υπάρχουν μέχρι και σήμερα; Ο Φλωμπέρ δημιούργησε μία ηρωίδα που που αενάως ξαναγεννιέται.
Φυσικά και αποδεχτήκαμε πολυάριθμες παρεκλίνουσες συμπεριφορές, γκρεμίσαμε παράλογα ταμπού και προκαταλήψεις και καθημερινά παλεύουμε με το ρατσιστή εαυτό μας – τουλάχιστον αρκετοί. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι και η πιο «εξελιγμένη» κοινωνία ασκεί έμμεση βία στα μέλη που αποκλίνουν από τους θεσμούς της. Μπορούμε πολύ εύκολα να εντοπίσουμε σήμερα γύρω μας αναρίθμητες Έμμα και εξίσου πολλούς άνδρες που αποτελούν την ίδια θηλιά για τη σύζυγό τους, με το γιατρό Μποβαρύ. Πόσες σύγχρονες γυναίκες συνειδητοποιούν ότι αρπάχτηκαν στα πλοκάμια ενός πληκτικού, σχεδόν, νεκρού γάμου που είναι αδύνατο να αναστηθεί;
Στην αυγή του 21ου αιώνα,ο μποβαρισμός όχι μόνο δεν εξασθενεί αλλά βρίσκει ολοένα και περισσότερα «θύματα», φωλιάζοντας σε ταραγμένες ψυχές που αποζητούν τους «μυθιστορηματικούς» έρωτες και τα λούσα, όπως η νευρωτική Έμμα: ερωτευμένη με τη ζωή, την καλοπέραση, με τον ίδιο τον έρωτα και όχι με τον εραστή της ή με τα ακριβά υφάσματα.
Βεβαίως και κάθε γυναίκα διατηρεί, θεωρητικά, το δικαίωμα να προβεί στη μοιχεία, να απαρνηθεί τα παιδιά της, να παραβεί κάθε είδους κανόνα, μα όλα αυτά με τίμημα την παραγωγή «θορύβων» από τον κοινωνικό της περίγυρο. Θορύβων που βλάπτουν σταδιακά την υγεία της και την ψυχική ισορροπία της και που της υποδεικνύουν να επανατοποθετηθεί στους κανόνες-πρότυπα που έχουν προαποφασιστεί, και τότε οι τόνοι χαμηλώνουν και γίνεται και πάλι «αποδεκτό» μέλος της κοινωνίας.
«Το θλιβερότερο -σκεφτόταν η Έμμα- είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου». Για εμένα, η μαντάμ Μποβαρύ αποτελεί τραγική φιγούρα όχι γιατί καταπάτησε τους κανόνες και ξεπέρασε τα όρια της εποχής της, ούτε γιατί έζησε δυστυχισμένη – εξάλλου δεν ήταν η μόνη. Η τραγικότητά της έγκειται στο γεγονός ότι είχε το θάρρος να αποδεχτεί στον ίδιο της τον εαυτό, ότι δεν άντεχε την μη αποδοχή, δεν μπορούσε να υποφέρει τους «θορύβους» που διατάρασσαν τη ζωή και την ψυχή της. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται ο δημιουργός της «η ηδονή του πόνου δεν είναι τέλεια, εάν δεν υπάρχει κανένας τριγύρω που να μπορεί να τον συμμεριστεί».
Υποθέτοντας πως κάθε έργο οφείλουμε να το κρίνουμε μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης και βάσει της χρονικής συγκυρίας που δημιουργήθηκε, τότε η μαντάμ Μποβαρύ δεν είναι παρά η φωνή του Φλωμπέρ να μας κατακρίνει την βαλτωμένη κοινωνία και τις άχρωμες ανθρώπινες σχέσεις. Τι πιο θλιβερό από μία ανώφελη ζωή σαν της Έμμα; Της οποιασδήποτε Έμμα. Διαρκώς βασανισμένες ψυχές που τους καταπίνει η συνήθεια σαν κινούμενη άμμος και οι δυνατότητες για διαφυγή είναι ελάχιστες.
Ο Φλωμπέρ κατακρίθηκε για έλλειψη σεμνότητας και προσβολή της θρησκείας και ίσως κατακρίνεται ακόμη, αλλά παραμένει κλασσικός για κάποιο λόγο. Κι αυτός είναι γιατί αν τέχνη είναι ό, τι έχουμε στο μυαλό μας και εκφράζεται με οποιοδήποτε μέσο -εικόνα, ήχο, λέξεις- από χαρισματικούς ανθρώπους, τότε αδιαμφισβήτητα στην προκειμένη περίπτωση ο Φλωμπέρ έχει διαμορφώσει ένα αθάνατο μοτίβο που τίθεται σε εφαρμογή μέχρι σήμερα: μία γυναίκα που η μητρότητα δεν την εκφράζει και ο γάμος δεν της προσφέρει παρά μόνο πικρία για κάθε έκφανση της ζωής, να παλεύει με το βασανισμένο εγώ της.


Άρθρο μου στο politisonline.com

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ελεύθεροι ερωτευμένοι

«Θέλουμε την ελευθερία. Θέλουμε οι άνδρες και οι γυναίκες να μπορούν να ερωτεύονται και να ενώνονται ελεύθερα, χωρίς άλλο κίνητρο εκτός από τον έρωτα, χωρίς καμία νομική, οικονομική και φυσική βία. Η ελευθερία όμως, έστω και αν είναι η μοναδική λύση που μπορούμε και οφείλουμε να προτείνουμε, δεν επιλύει ριζικά το πρόβλημα, δεδομένου ότι για να ικανοποιηθεί ο έρωτας έχει ανάγκη από την συμφωνία δύο ελευθεριών, οι οποίες συχνά δεν εναρμονίζονται διόλου, και ότι η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει, δεν είναι παρά μια φράση κενή νοήματος, όταν κάποιος δεν μπορεί να θέλει κάτι...»

Πηγή:
εδώ

Το αδιάφορο σύμπαν



Το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να πετύχεις τους στόχους σου. Κανόνας απαράβατος και χιλιοειπωμένος. Και λάθος! Κατά τη γνώμη μου, όχι, δεν θα συνωμοτήσει, δεν θα βοηθήσει, δεν θα δώσει καν ευκαιρίες.
   Δεν είναι ότι θα σε τιμωρήσει για την λανθασμένη συμπεριφορά και τις απερίσκεπτες επιλογές σου. Απλώς δεν ενδιαφέρεται. Κανένας δεν θα ενδιαφερθεί για σένα, περισσότερο από εσένα τον ίδιο. Σίγουρα η τύχη θα φέρει στο πλάι σου ανθρώπους που θα σε ενισχύσουν και θα σε βοηθήσουν να εξελιχθείς. Στην πλειοψηφία τους όμως, όσοι θα συναντήσεις, δεν θα σε σπρώξουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι πιο πολλοί θα θελήσουν να κυριαρχήσουν και να αυξήσουν την εξουσία τους.  Σίγουρα και η τύχη αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα. Δυστυχώς, δεν διαλέγεις που θα γεννηθείς, τι γονείς θα έχεις και τι ζωή θα σου προσφερθεί. Τα όρια είναι πολύ συγκεκριμένα για το τι ακριβώς πρέπει να αποδεχτείς, αλλά από εκεί και πέρα οφείλεις στον εαυτό σου να δημιουργήσεις όσο περισσότερες ευκαιρίες μπορέσεις. Είναι σα να δίνεται άπαξ, στον καθένα μία βάση για τάρτα. Δεν μπορείς να την ανταλλάξεις με άλλη, αλλά μπορείς να ψάξεις στα ντουλάπια και το ψυγείο σου και να προσθέσεις τα πιο εξαιρετικά υλικά, τα πιο σπάνια μπαχαρικά ή τα πιο εκλεκτά γλυκίσματα. 

Το σύμπαν, λοιπόν, όπως άλλοι το ονομάζουν: η ψυχική δύναμη όπως εγώ το αποκαλώ  θα σε φέρει πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων σου μόνο αν εσύ ο ίδιος το πάρεις απόφαση. Πολλές φορές ψάχνουμε ασυνείδητα δικαιολογίες για να καθησυχάσουμε τον εαυτό μας επειδή δεν τα καταφέρνει. Έλλειψη χρόνου, μη ιδανικές συνθήκες, ακατάλληλο περιβάλλον, κακή οικονομική κατάσταση… και ούτω καθεξής.  Ο καιρός που έχουμε μπροστά μας όμως είναι τόσο λίγος για να τον σπαταλάμε πιστεύοντας ότι η βοήθεια θα έρθει από το σύμπαν ή από κάποια θεϊκή δύναμη. Νομίζω, η δύναμη αυτή πηγάζει από μέσα μας, και μόνο.

Σε κάποιους πήρε δεκαετίες να το καταλάβουν, κάποιοι δεν το συνειδητοποίησαν ποτέ, κάποιοι είχαν την τύχη να λάβουν τα κατάλληλα ερεθίσματα από νέοι για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως ο εαυτός μας είναι αυτός που θα μας σπρώξει να ανέβουμε τα σκαλοπάτια της επιτυχίας, του πλούτου, της φιλίας, του έρωτα, της επαγγελματικής καταξίωσης… τα σκαλοπάτια που ο καθένας  έχει χτίσει μέσα από τα όνειρά του.

Θέλει δύναμη και ψυχικό σθένος για να διατηρήσεις τους ίδιους στόχους, ακόμη κι ύστερα από αλλεπάλληλες αποτυχίες. Αν καθημερινά επαναλαμβάνεις τους σκοπούς της ζωής σου και δεν κατηγορείς τους άλλους για την ως τότε πορεία της ζωής σου, τότε έχεις μία μικρή πιθανότητα να πετύχεις. Γιατί τα κατάφερες. Εσύ. Όχι το σύμπαν. 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Τα 13 πράγματα που δεν κάνουν οι ψυχικά δυνατοί άνθρωποι



Οι διανοητικά και ψυχικά δυνατοί άνθρωποι καταφέρνουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις τους και τη συμπεριφορά τους με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να αποβαίνει θετικός για επίτευξη ενός στόχου στη ζωή τους.

Οι διανοητικά ισχυροί άνθρωποι…:


1. Δεν χάνουν χρόνο με το να λυπούνται τον εαυτό τους για αυτά που τους συνέβησαν, για το «πώς ήρθαν τα πράγματα», ή για το πώς τους συμπεριφέρθηκαν άλλοι. Αντίθετα, αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους και του ρόλου τους στη ζωή και αντιλαμβάνονται ότι η ζωή δεν είναι πάντοτε δίκαιη.

2. Δεν γίνονται υποχείρια άλλων. Δεν επιτρέπουν σε άλλους να πάρουν τον έλεγχο από τα χέρια τους και δεν επιτρέπουν σε κάποιον άλλο να έχει εξουσία επάνω τους. Δε θα έλεγαν για παράδειγμα την εξής φράση: «Το αφεντικό μου με κάνει να νιώθω άσχημα», κι αυτό γιατί καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι ελέγχουν τα συναισθήματά τους και τον τρόπο που αντιδρούν στις καταστάσεις.

3. Δεν προσπαθούν να αποφύγουν μια αλλαγή. Αντίθετα, καλωσορίζουν κάθε θετική αλλαγή και είναι πρόθυμοι και ευέλικτοι. Καταλαβαίνουν ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πιστεύουν στις ικανότητές τους να προσαρμόζονται στις καταστάσεις.

4. Δε σπαταλούν ενέργεια σε πράγματα που δε μπορούν να ελέγξουν. Για παράδειγμα δε θα ακούσετε κάποιον «διανοητικά ισχυρό» να παραπονιέται για μια βαλίτσα που χάθηκε στο αεροδρόμιο ή για την κίνηση στους δρόμους. Αντίθετα, επικεντρώνονται σε αυτά που μπορούν να ελέγξουν στη ζωή τους. Αναγνωρίζουν ότι μερικές φορές το μόνο πράγμα που μπορούν να ελέγξουν είναι η συμπεριφορά και η στάση τους.

5. Δεν προσπαθούν να ευχαριστήσουν τους πάντες. Αναγνωρίζουν ότι δεν χρειάζεται να ευχαριστούν τους πάντες όλη την ώρα. Δεν φοβούνται να πουν όχι ή να εκφράσουν τη γνώμη τους όταν χρειάζεται. Προσπαθούν να είναι ευγενικοί και δίκαιοι, όμως δεν ασχολούνται με κάποιον ο οποίος ενοχλείται επειδή απλά δεν… «έγινε το δικό του».

6. Δε φοβούνται το ρίσκο. Δεν παίρνουν απερίσκεπτες ή ανόητες αποφάσεις, αλλά δε φοβούνται να πάρουν ρίσκο όταν έχουν υπολογίσει όλους τους πιθανούς κινδύνους. Ζυγίζουν τις καταστάσεις προτού πάρουν μια μεγάλη απόφαση και είναι πλήρως ενημερωμένοι για την πιθανότητα… «αναποδογυρίσματος».

7. Δε δίνουν δεκάρα για το παρελθόν. Δεν χάνουν χρόνο με το να σκέφτονται ή ευχόμενοι για το πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Αναγνωρίζουν το παρελθόν και προσπαθούν να μάθουν από τις εμπειρίες τους. Ζουν για το παρόν και σχεδιάζουν το μέλλον.

8. Δεν επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων και των συμπεριφορών τους και μαθαίνουν από τα λάθη τους. Δεν τα επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά, αλλά προχωρούν μπροστά και φροντίζουν να λαμβάνουν πιο σωστές αποφάσεις στο μέλλον.

9. Δεν υποβαθμίζουν την επιτυχία των άλλων. Αναγνωρίζουν και χαίρονται με την επιτυχία των τρίτων. Δε ζηλεύουν ή νιώθουν εξαπατημένοι, όταν κάποιος άλλος τους ξεπερνά. Αντίθετα, αναγνωρίζουν ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και είναι πρόθυμοι να δουλέψουν σκληρά για να απολαύσουν και το δικό τους μερίδιο σε αυτήν.

10. Δεν τα παρατάνε μετά από μια αποτυχία. Δε βλέπουν την αποτυχία ως ένα λόγο για να τα παρατήσουν. Αντίθετα, τη βλέπουν ως μια ευκαιρία για να ωριμάσουν και να βελτιωθούν. Είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να προσπαθούν μέχρι να το καταφέρουν.

11. Δε φοβούνται τις στιγμές που είναι μόνοι. Μπορούν να αντέξουν να είναι μόνοι και δε φοβούνται τον «ήχο» της ησυχίας. Δε φοβούνται να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους και χρησιμοποιούν το χρόνο αυτό για να γίνουν ακόμη πιο παραγωγικοί. Απολαμβάνουν την παρέα του… εαυτού τους και δεν εξαρτώνται από άλλους για συντροφιά και διασκέδαση όλη την ώρα, αλλά τους αρέσει και όταν είναι μόνοι τους.

12. Δε νιώθουν ότι ο κόσμος τους χρωστά κάτι. Δεν αισθάνονται ότι δικαιούνται πράγματα στη ζωή «έτσι απλά». Αναζητούν τις ευκαιρίες που υπάρχουν, βασιζόμενοι στα χαρίσματα και τις ικανότητές τους.

13. Δεν περιμένουν άμεσα αποτελέσματα. Αφιερώνουν όσο χρόνο χρειάζεται και αναγνωρίζουν ότι η πραγματική αλλαγή χρειάζεται χρόνο για να… πετύχει.

                              Πηγή εδώ.                               

Περί σύγχρονης «δημοκρατίας»

«Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας φυλακισμένος που νομίζει ότι είναι ελεύθερος επειδή αποφεύγει να αγγίξει τους τοίχους του κελιού του», γράφει ο συγγραφέας Nicolás Gómez Dávila. Κι εμείς, ζούμε σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ή μήπως κρυβόμαστε κάτω από μία ομπρέλα δημοκρατικοφανών διαδικασιών;
«Ο λαός είναι σοφός και ξέρει να αποφασίζει», «πολιτική ωριμότητα και συνείδηση», «συμμετοχή στη γιορτή της Δημοκρατίας» , … Ποια γιορτή; Περισσότερο επέτειο υπενθύμισης του πολιτεύματός μας αποτελεί η εκλογική διαδικασία. Πώς να υπάρξει πολιτική ωριμότητα όταν μόνο μία ημέρα ανά κάποια χρόνια είμαστε πολίτες και όλες τις υπόλοιπες παραμένουμε ιδιώτες. (Θλιβερό μεν, αξίζει δε, να θυμίσουμε τη σημασία της λέξης idiot που προέρχεται από την ελληνική «ίδιος» -στην αρχαία, συνώνυμη του ιδιώτη.)
Η μετατροπή των εγωκεντρικών, αμόρφωτων και απαίδευτων ιδιωτών που ασχολούνταν μόνο με τα «του οίκου» τους, σε πολίτες που ενδιαφέρονται και έχουν ενεργό συμμετοχή σε θέματα πολιτικής ζωής, ήταν η πιο σπουδαία αποστολή της αθηναϊκής πολιτείας του 5ου αιώνα.

Σήμερα, οι ενέργειες στοχεύουν στο ακριβώς αντίθετο. Ο Έλληνας πολίτης είναι απών 365 ημέρες το χρόνο, αναγκασμένος να υποτάσσεται και να είναι έρμαιο των πολιτικών αποφάσεων. Αξίζει λοιπόν μία τόσο έμμεση Δημοκρατία να θεωρείται γνήσια ή πρόκειται για μία κάλπικη έκφανσή της; Υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο, παρά το γεγονός ότι κατασκευάζονται καθημερινά πλαστές γέφυρες ένωσής τους. Σε τι χρησιμεύει, για παράδειγμα, η διαρκής ενημέρωση γύρω από τα πολιτικά δρώμενα, τη δημοσιονομική πολιτική, τις πολιτικές αποφάσεις, την εσωτερική πολιτική διακυβέρνηση, όταν ποτέ οι Έλληνες δεν έχουν την δυνατότητα να αντιταχθούν, να απορρίψουν ορισμένες κοινοβουλευτικές δράσεις και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Μάλλον η έννοια της Δημοκρατίας χάνεται στις σελίδες κάποιο λεξικού, κι εμείς στην αυγή του 21ου αιώνα είμαστε ακόμη όργανα των πολυμήχανων πολιτικών δυνάμεων.
Οι προσπάθειες είναι συνεχείς και αδιάκοπες. Για να αποδεχθούμε, να συμμορφωθούμε και εν τέλει να βαυκαλίζουμε τον εαυτό μας με μια φαινομενικά ευνοϊκή σταθερότητα. Και για να γίνω πιο ακριβής : καθοριστικό ρόλο σε μια εξαπάτηση δεν παίζει η μαεστρία του απατεώνα, αλλά η διάθεση του θύματος να εξαπατηθεί. Αφηνόμαστε στη φοβία να αντιδράσουμε. Για έναν ανεξήγητο λόγο ο ελληνικός λαός δεν αισθάνεται ικανός για επαναστατική κοινωνική αλλαγή. Κι όταν αντιδράσουμε θα είναι πλέον πολύ αργά. Τελικά, δεν μεγαλώνουμε και πολύ. Στο Δημοτικό η μία τάξη αντιπαθούσε την άλλη. Έτσι δεν γίνεται και τώρα; Φοβόμασταν την τιμωρία και η αίσθηση του «ανήκειν» σε μία ομάδα μας έκανε πάντα να αισθανόμαστε πιο άνετα. Με τις ίδιες φοβίες δεν έρχονται αντιμέτωποι και οι ενήλικες;
Βέβαια, από κοινωνία σε κοινωνία ίσως να μην υπάρχουν και μεγάλες διαφορές: κοινωνίες φανταστικές , με υπόσταση, εξαθλιωμένες, φαινομενικά ευτυχισμένες, καπιταλιστικές, ελεγχόμενες, σύγχρονες , παντού επικρατούν προσωρινότητα και αρχαιότητα ενωμένες. Προ καιρού, διαπίστωσα πως η μικρή αγροτική κοινωνία της φαντασίας του Φ. Κάφκα στο βιβλίο του «Ο Πύργος» αποτελεί μια μακέτα της σημερινής μας κοινωνίας-ελληνικής και μη. Η κυβέρνηση ,εκεί, είναι απόρθητη και τα πρόσωπά της παρομοιάζονται συχνά με αετούς που στην τύχη είδες – ή νόμισες πως είδες. Όσο απρόσιτες κι αν είναι οι σκέψεις, οι κινήσεις και οι στρατηγικές τους παραμένουν πρόσωπα που εμπνέουν σεβασμό ακόμη κι αν οι πράξεις τους είναι γελοίες παρά αξιοθαύμαστες. Ο λαός χάνεται στους λαβυρίνθους της μεγάλης εξουσίας και ποτέ δεν φτάνει στο σκοπό του. Έντεχνα η μια υπηρεσία παραπέμπει στην άλλη σχηματίζοντας ένα φαύλο κύκλο και στερούν το δικαίωμα έστω και της πιο μικρής καθημερινής νίκης· με ποιο κουράγιο να διεκδικήσουν τη νίκη σε σκληρότερους αγώνες;
Μια γραφειοκρατική μηχανορραφία που δεν τελειώνει ποτέ. Οι κάτοικοι του Πύργου γεννήθηκαν με την φοβία ήδη εμποτισμένη στην ψυχή τους και ποτέ δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την αμφιβολία, την αγωνία και την απελπισία. Ο φόβος μεγάλωνε και μοναδική λύση βρισκόταν στην μηδαμινότητα και την ακινησία της ζωής. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι κι εμείς: μορφωμένοι αλλά μονολιθικοί. Κάποιος από εμάς μπορεί να συλλάβει μια σειρά από συλλογισμούς με αφορμή μία μόνο φράση. Αν του μιλήσεις όμως για κάτι που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του, δεν θα καταλάβει ούτε λέξη και θα κουνήσει το κεφάλι συγκαταβατικά.
Έτσι μας έμαθαν να φοβόμαστε να ερευνήσουμε· υπερβολική ανησυχία για τις στενοχώριες της ζωής και κανένα ενδιαφέρον για τα σχέδια του μέλλοντος. Άνθρωποι μικροπρεπείς και φοβισμένοι κρίνουν τους άλλους που δεν έκαναν τα πάντα σωστά και δημιουργούν ετυμηγορίες. Τιμωρίες που μόνοι τους αποφασίζουν σα να έχουν τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Κι αν δει πως είσαι ανίκανος και αδύναμος να ξεπεράσεις ένα σκάνδαλο οργίζεται γιατί βλέπει σαν σε καθρέπτη τις δικές του αδυναμίες. Αν δει πως κατορθώνεις να βγεις νικητής σε εκτιμά και πάλι. Ας πούμε, λόγου χάρη, πως κάποιος έχει δεμένα τα μάτια του, δεν ωφελεί να τον ενθαρρύνεις για να δει, γιατί δε θα δει ποτέ, αν πρώτα δε βγάλει τον επίδεσμο. Ανάγκη από βοήθεια έχει ο κόσμος μας και όχι από θάρρος!


Άρθρο μου στο: frapress.gr

Τα έργα είναι βουβά · τα περιτριγυρίζουν όμως πολλά λόγια

Υπάρχουν μερικά βιβλία -όχι πολλά- που αδιάκοπα ασκούν γοητεία σε κάθε γενιά. Αναμφισβήτητα, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (καθώς και η συνέχειά της Μέσα απ’ τον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί) αποτελεί μέχρι σήμερα αστείρευτη πηγή έμπνευσης και επίδρασης για μικρούς και μεγάλους. Δεν πρόκειται απλώς για ένα κλασσικό και αγαπημένο παραμύθι. Είναι, κατά τα λεγόμενα της Βιρτζίνια Γουλφ, ΤΟ βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας. Ενάμιση αιώνα μετά την έκδοσή του το παραμύθι της Αλίκης παραμένει μαγικό -όχι λόγω της χρήσης… παραισθησιογόνων μανιταριών και ποτών- αλλά για τις χιλιάδες αναγνώσεις που μπορεί κανείς να του δώσει. Μας το έχουν διηγηθεί δάσκαλοι και γονείς άπειρες φορές, έχουμε συναντήσει περισσότερες από 100 επανεκδόσεις του, ενώ η ιστορία έχει μεταφερθεί αμέτρητες φορές στο θέατρο και τον κινηματογράφο ως ταινία κινουμένων σχεδίων.
Η ιστορία, όμως, της συγγραφής του βιβλίου προκαλεί ενδιαφέρον πριν καν ακόμη ο αναγνώστης χαθεί στις σελίδες της Χώρας των Θαυμάτων . Ο Τσαρλς Λούντβιχ Ντόντγκσον (όπως άλλωστε ήταν και το πραγματικό όνομα του Λιούις Κάρολ) ήταν καθηγητής Μαθηματικών σε κολλέγιο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Οιστορίες της Αλίκης λοιπόν επινοήθηκαν από τον ίδιο το καλοκαίρι του 1862 κατά τη διάρκεια μιας βαρκάδας στον ποταμό Τάμεση με τις κόρες του κοσμήτορα του κολεγίου όπου εργαζόταν. Τα τρία κορίτσια επιστρέφοντας από την εκδρομή τους του ζήτησαν να τις διασκεδάσει με κάποιο παραμύθι.Ο κύριος Ντόγκσον διατηρώντας ακόμη στην ψυχή του την αθωότητα της παιδικής ηλικίας δημιούργησε μια αλλόκοτη ιστορία με ανθρωπόμορφα ζώα, ασυνήθιστες λεξιπλασίες, παιδιάστικες απορίες και αστεία μικρά ποιήματα. Η ελευθερία της φαντασίας του ενθουσίασε τα μικρά κορίτσια τα οποία θέλησαν και γραπτώς τις περιπέτειες της Αλίκης. Το ίδιο βράδυ ο Τσαρλς Ντόντγκσον μετέφερε στο χαρτί ό, τι θυμόταν από την αφήγησή του εμπλουτίζοντάς την και προσθέτοντας λεπτομέρειες. Οι Περιπέτειες της Αλίκης εκδόθηκαν τρία χρόνια αργότερα με σκίτσα του Τζον Ντενιελ, ο οποίος είχε εικονογραφήσει και μια έκδοση των μύθων του Αισώπου. Οι πρώτες αντιδράσεις κάθε άλλο από θετικές και ενθαρρυντικές ήταν.


                                      Πρωτότυπο χειρόγραφο του Λιούις Κάρολ (ολόκληρο εδώ)

Οι Times έγραψαν πως «μπορεί να χαρακτηριστεί ένα εξαιρετικό έργο ανοησιών». Οι εξωφρενικές ιστορίες , οι ακατανόητες φιγούρες και το συνονθύλευμα των μυθικών στοιχείων, τα ζώα που συμπεριφέρονταν και μιλούσαν όπως οι άνθρωποι έκαναν τα μικρά παιδιά να λατρέψουν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, η οποία όμως εξόργιζε τους ενήλικες ακόμη και δεκαετίες αργότερα . Μάλιστα, το 1900 το βιβλίο αφαιρέθηκε από τη διδακτέα ύλη σε γυμνάσιο της Αμερικής, το 1931 απαγορεύτηκε στην επαρχία Χουνάν της Κίνας , ενώ πολλές ακόμη βιβλιοθήκες των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησαν να αποσυρθεί . Τα επιχειρήματα ποίκιλαν.Βασική όμως αιτία ήταν ο μύθος που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομα του Βρετανού Λιούις Κάρολ περί παιδοφιλίας. Τροφή για σχόλια έδωσαν τόσο το προσωπικό φωτογραφικό του υλικό με ημίγυμνα μικρά κορίτσια, όσο και το τραύλισμά του το οποίο δεν τον έκανε να νιώθει άνετα σε παρέες συνομηλίκων του βρίσκοντας καταφύγιο στην συναναστροφή με μικρά παιδιά-κυρίως κορίτσια.


Έτσι, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ήταν η ισότιμη παρουσίαση ανθρώπων και ζώων που δρουν και μιλούν σαν έλλογα όντα, οι σεξουαλικοί υπαινιγμοί, οι υβριστικές λέξεις , κυρίως όμως η παρουσίαση των απαγορευμένων ουσιών σαν απολύτως αποδεκτή και διασκεδαστική εμπειρία. Πράγματι η Αλίκη διαρκώς αλλάζει μεγέθη και μορφές προκειμένου να επιβιώσει. Φυσικά, αυτό συμβαίνει με τη βοήθεια παράξενων ποτών, περίεργων κέικ ή μανιταριών με μαγικές ιδιότητες. Πόσες φορές τυχαίνει να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας, να διαμορφώσουμε το χαρακτήρα μας ανάλογα με τις περιστάσεις και να προσαρμοστούμε για να επιβιώσουμε. Προσωπικά, νομίζω πως μέσα από την αθωότητα των περιπετειών του Λιούις Κάρολ αναδύεται –άθελά του ή μη- ο πραγματικός κόσμος της ενηλικίωσης. Η ηρωίδα πλήττει και αναζητά μια περιπέτεια. Τα ενδεχόμενα των ερμηνειών που αφήνονται ανοιχτά είναι άπειρα.

Έτσι, τα παιδιά την ακολουθούν με λαχτάρα να γνωρίσουν ένα νέο κόσμο, γεμάτο παιχνίδια, εντυπωσιακές φιγούρες και λουλούδια που μιλούν. Οι ενήλικες θέλουν να βγουν από την ανία τους ,ονειροπολούν και ταξιδεύουν σε τόπους μαγικούς με την ψυχή τους, αναζητώντας συμβολισμούς σε επίπεδο μεταφυσικό και κωδικοποιημένες πληροφορίες σχετικά με την πραγματικότητα. Ταυτίζονται με τα κουνέλια που τρέχουν πιεσμένα από τον χρόνο, επιθυμούν να μετατραπούν σε αόρατους γάτους που κάνουν μαγικά και εύχονται τα μπισκότα και τα μανιτάρια, τα προβλήματα και η δυσφορία να αλλάξουν για λίγο μέγεθος και να μεταμορφωθούν.


Ο συγγραφέας με τη σειρά του καυτηριάζει τον τρόπο ζωής της εποχής του –και κάθε επόμενης εποχής. Ο κόσμος των θαυμάτων και της φαντασίας μεταφέρει την λαχτάρα των ενηλίκων για τόλμη και αλλαγή και συνάμα την αγωνία των παιδιών στον κόσμο που οι μεγάλοι αποφάσισαν να φτιάξουν γι’ αυτούς. Η Αλίκη, εκπροσωπεί την παιδική αφέλεια και περιέργεια και ταυτόχρονα την απογοήτευση της ενηλικίωσης
· κουβαλά ερωτήματα δικά της και κάθε αναγνώστη που με τον δικό του τρόπο τα μεταφράζει. Άλλοι παρακολουθούν στην ιστορία της Αλίκης, σαν να διάβαζαν το πιο ακριβές ιστορικό εγχειρίδιο, την βικτωριανή εποχή να αναδύεται. Κι άλλοι εντοπίζουν στο πρόσωπο της βασίλισσας τον αυταρχισμό του μοναρχικού καθεστώτος και τη βιαιότητα ενσαρκωμένη στη Ντάμα που κόβει τα κεφάλια των υπηκόων της.


Τέτοιου είδους παραμύθια έχουν ευχή και κατάρα να μεταφράζονται ανάλογα με την γλώσσα που η ψυχή μας έχει μάθει να μιλάει. Αναπτύσσονται χιλιάδες αλληγορίες –αν το θέλουμε- και πάντοτε διαφορετικές σε κάθε ηλικία, αφού σε διαφορετικά ερωτήματα ψάχνουμε απαντήσεις σε κάθε δεκαετία της ζωής μας. Ίσως, τη μαγική εκείνη στιγμή που η Αλίκη αποφασίζει να ακολουθήσει τον μεγάλο λευκό λαγό ο κάθε αναγνώστης κάτι κυνηγάει στον ονειρόκοσμό του. Σε συμβολικό επίπεδο, πρόκειται για το πέρασμα ιδιόμορφων καταστάσεων ύστερα από τις οποίες ποτέ πια δεν είσαι ο ίδιος. Όπως και να έχει, επιμένουμε να το κατατάσσουμε στα αριστουργήματα της παιδικής λογοτεχνίας μάλλον γιατί κατά βάθος νοσταλγούμε την επιστροφή μας σε αυτή την ηλικία!




Άρθρο μου στο: frapress.gr




Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Τα ρεύματα στη ζωγραφική

Αυτό που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη διαμορφώθηκε μέσα από το αίσθημα του ανικανοποίητου. Οι τυπικές τεχνικές και τα συντηρητικά μοτίβα, δεν είχαν πλέον θέση στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αίωνα. Όσο τρελά και να έμοιαζαν στην αρχή τα κινήματα της μοντέρνας τέχνης , επρόκειτο για επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ξεπεραστεί το αδιέξοδο στο οποίο είχαν επέλθει οι καλλιτέχνες. Σίγουρα αξίζει να γνωρίσουμε μερικά από αυτά.



                        ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ

Ετυμολογία : Ο όρος προέρχεται από τον λατινική λέξη  expressio, -onis που σημαίνει έκφραση αφού μέσα από τα εξπρεσιονιστικά έργα αναδύεται η απόλυτη κυριαρχία του ενστίκτου για έκφραση.

Χαρακτηριστικά κινήματος:
Ανήκει στην μοντέρνα τέχνη αφού αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τον εξπρεσιονισμό η πραγματικότητα δεν αναπαρίσταται με ρεαλιστικό τρόπο. Αντιθέτως, παραμορφώνεται και αλλοιώνεται από τα δυσάρεστα συναισθήματα όπως η αγωνία και η μελαγχολία. Επίσης παρατηρείται η χρήση του χρώματος με παθιασμένο τρόπο και πλήθος αντιθέσεων.


Πού εντοπίζεται : Το κίνημα γνώρισε την μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Γερμανία παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ μια συγκεκριμένη ομάδα καλλιτεχνών που να αυτοαποκαλούνται εξπρεσιονιστές. Ωστόσο, κοινά χαρακτηριστικά εξπρεσιονισμού παρατηρούνται στο έργο των ζωγράφων Μουνκ, Βαν Γκογκ, Καντίνσκι, Νόλντε, Κοκόσκα κ.ά. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο εξπρεσιονισμός αποτέλεσε σκαλοπάτι για το πέρασμα στον αφαιρετικό εξπρεσιονισμό και εν τέλει στην σύγχρονη αφηρημένη τέχνη.

Πώς προέκυψε : Η τέχνη των κλασσικών προγενέστερων ζωγράφων φάνταζε στα τέλη του 19ου αιώνα υποκριτική και ανειλικρινής. Στόχος του εξπρεσιονιστή ήταν να αφουγκραστεί τη δυστυχία, την ασχήμια της ψυχής και του κόσμου και να την αποτυπώσει.

Κάτι ακόμη :
Τέλος, ο εξπρεσιονισμός, λέγεται, ότι μπορεί να εκφραστεί και στη λογοτεχνία (πχ στα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα), ακόμη και στη μουσική (Σένμπεργκ, Βέμπερν, Μπεργκ).




                             ΙΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ


  
Ετυμολογία :
Η αφορμή για την ονομασία του συγκεκριμένου κινήματος στάθηκε ένα έργο του Μονέ σε μια έκθεση του 1874 μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Ο τίτλος του έργου ήταν «Impression: Soleil levant» (Εντύπωση: Ανατολή) ο οποίος φάνηκε σε έναν κριτικό έργων τέχνης ιδιαίτερα γελοίος και αναφέρθηκε στην ομάδα των ζωγράφων με τη λέξη «Οι Ιμπρεσιονιστές». Φασικά με την πάροδο του χρόνου η ειρωνική χροιά της λέξης ξεχάστηκε και η ομάδα υιοθέτησε τον όρο.


Χαρακτηριστικά :
Περισσότερο εξωστρεφής από τον εξπρεσιονισμό που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις. Ο ιμπρεσιονισμός ενδιαφέρεται κυρίως για το εξωτερικά εντυπωσιακό και ωραίο που επιτυγχάνεται με πολυάριθμες και εμφανείς πινελιές.  Οι υπηρέτεςτου ιμπρεσιονισμού επιθυμούν να συλλάβουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή κι έτσι δεν προλαβαίνουν να ξεχωρίσουν τα χρώματα και να δώσουν έμφαση στις λεπτομέρειες · δεν περιμένουν να στεγνώσει το χρώμα κι έτσι δημιουργείται ένα συνονθύλευμα χρωμάτων. Προτιμούν τις βασικές και κυρίως τις φωτεινές αποχρώσεις και αποφεύγουν το μαύρο.

Πώς προέκυψε : Αναπτύχθηκε στη Γαλλία την εποχή του Ναπολέοντα του Γ’, όταν η Ακαδημία Καλών Τεχνών απορρίπτει σχεδόν τα 3/5 από τα έργα τέχνης της εποχής. Από το 1863 και μετά το Σαλόν των Απορριφθέντων γίνεται θεσμός κι εκεί εκτίθενται οι πίνακες που το κοινό και οι κριτικοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν. Τα απορριφθέντα έργα προέρχονται κυρίως από τους Κλωντ Μονέ, Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ και Άλφρεντ Σίσλεϋ που αρνούνται να ακολουθήσουν  τις συντηρητικές τεχνικές της εποχής και προτιμούν να δώσουν πνοή σε ένα κίνημα που απορρίπτει τον ρομαντισμό. Στην μικρή αυτή ομάδα ιμπρεσιονιστών προστίθενται εν καιρώ και οι Εντουάρ Μανέ, ο Εντγκάρ Ντεγκά, καθώς και ο Πωλ Σεζάν.

Κάτι ακόμη :
 
Έχει ειπωθεί πως οι πρώτοι επισκέπτες των εκθέσεων των Ιμπρεσιονιστών κολλούσαν τη μύτη τους στο μουσαμά και δεν έβλεπαν τίποτα, παρά μόνο ένα χάος από τυχαίες πινελιές. Γι’ αυτό πίστεψαν πως αυτοί οι ζωγράφοι είναι τρελοί…  Έτσι, πέρασε αρκετός καιρός μέχρι το κοινό να απομακρυνθεί αρκετά ώστε να εκτιμήσει έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα. Ευτυχώς, όχι τόσος πολύς ώστε ειδικά ο Μονέ και ο Ρενουάρ να μην μπορέσουν να χαρούν τους καρπούς της νίκης τους.